σφαγέας — ο 1.χασάπης. 2. μτφ., αυτός που σφάζει, που εξοντώνει πολλούς: Κανένας δεν τιμώρησε τους σφαγείς των άοπλων παιδιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σφαγέας — σφαγέᾱς , σφαγεύς slayer masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρομάγειρος — ὁ, Α σφαγέας χοίρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + μάγειρος «σφαγέας»] … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
μακελλάρης — ο (AM μακελλάριος, Μ και μακελλάρης) 1. σφαγέας ζώων 2. κρεοπώλης, χασάπης νεοελλ. μτφ. θηριώδης, φονιάς, αιμοχαρής, απάνθρωπος μσν. πιθ. φρουρός, σωματοφύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάκελλον «σφαγείο» + κατάλ. άρης (πρβλ. λατ. macell arius)] … Dictionary of Greek
σφάχτης — ο, ΝΜ, και σφάκτης, θηλ. σφάκτρια ΜΑ, και σφακτής Α [σφάζω] φονιάς, δολοφόνος νεοελλ. σφαγέας νεοελλ. μσν. οξύς πόνος στα πλευρά αρχ. το θηλ. ἡ σφάκτρια ιέρεια … Dictionary of Greek
σφαχτιάς — ο, Ν σφαγέας, χασάπης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφάχτης, κατά το φονιάς] … Dictionary of Greek
χασάπης — ο, Ν 1. κρεοπώλης 2. σφαγέας 3. μτφ. αδαής και αδέξιος χειρουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. Kasap] … Dictionary of Greek
χοιροσφάκτης — ὁ, Μ (κυρίως ως βυζαντινό αξίωμα) ο σφαγέας χοίρων οι οποίοι προορίζονταν για θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + σφάκτης (< σφάζω), πρβλ. ἐμβρυο σφάκτης] … Dictionary of Greek
χοιροσφαγέας — ο, Ν άτομο που σφάζει χοίρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + σφαγέας. Η λ., στον λόγιο τ. χοιροσφαγεύς, μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek